- άσκεφτος
- η , ο неосторожный, неосмотрительный; необдуманный, опрометчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσκεφτος — η, ο βλ. άσκεπτος … Dictionary of Greek
άσκεφτος — η, ο επίρρ. α απερίσκεπτος, αστόχαστος: Είναι ακόμη κορίτσι άσκεφτο και να μην το ξεσυνερίζεσαι. – Είπε κουβέντες άσκεφτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσκεπτος — και άσκεφτος, η, ο (AM ἄσκεπτος, ον) Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος 2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι… … Dictionary of Greek
άσκοπος — η, ο επίρρ. α 1. άσκεφτος, αστόχαστος, απρονόητος: Άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος (παροιμ. φράση). 2. αυτός που δεν πετυχαίνει το σκοπό του, μάταιος, χωρίς αποτέλεσμα: Έκαμε ένα σωρό άσκοπες δαπάνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)